γεια σου Σωτήρη
Στα Γιάννινα
στο παλιό σπίτι
γλύκα η βροχή.
Στάθηκα στο κατώφλι
της ανοιχτής πόρτας
σε στάση προσοχής.
Σαν να ετοιμαζόμουν
να τραγουδήσω τον Εθνικό Ύμνο
το Πάτερ Ημών και
Αφήνω Γεια.
Θρήνος πνευστός
με σταμάτησε.
Στο τσάκισμά του
επέστρεψα
σε έναν Αύγουστο από χαλκό.
Γύρισα το βλέμμα πίσω
κατά την αυλή
αναζητώντας
να σε ξαναβρώ:
Σε είδα να κατεβαίνεις
απ’ της συκιάς την κορυφή
σαν κάθε χρόνο και ‘μενα
στις ρίζες ξαπλωμένη
σύκα να τρώμε έπειτα
να λέμε και του χρόνου
χωρίς να υπολογίζουμε
κι εκείνος αν το θέλει.