κανείς δεν είναι στα καλά του στις δώδεκα το μεσημέρι
Οι Πάγοι
Όταν δεν έχω κουράγιο να αφηγούμαι άλλο, φοράω τις πιο βαμβακερές πιτζάμες μου, βγάζω από την κατάψυξη την μεγάλη μπάμπουσκα και την ακουμπάω όπως είναι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Καταπαγωμένη αυτή δε σαλεύει, οι υπόλοιπες δώδεκα δε ούτε που ακούγονται. Επειδή είναι νύχτα και βιάζομαι εξαιρετικά, πιάνω το πιστολάκι, και, ενεργοποιώντας το υψηλότερο επίπεδο θέρμανσης, της ρίχνω μπόλικο ζεστό αέρα, να ξεκουνήσει. Σε λίγη ώρα, αρχίζουν να πετάγονται η μία μέσα από την άλλη και οι δώδεκα ενώ ο πάγος περνάει με αργούς ρυθμούς στο παρελθόν.
Το Αλλόκοτο
Άγνωστά μου φυτά που δεν έσπειρα
φυτρώνουν έξω απ’ το σπίτι μου
κερδίζουν σε ύψος ό, τι χάνω.
Απ’ όλες τις κούκλες της μπάμπουσκας
η ελάχιστη, ξεβιδωμένη
πίσω τώρα μένω.
Passer, deliciae meae puellae,
quicum ludere, quem in sinu tenere,
cui primum digitum dare appetenti
et acris solet incitare morsus,
cum desiderio meo nitenti
carum nescio quid lubet iocari,
et solaciolum sui doloris,
credo, ut tum grauis acquiescat ardor:
tecum ludere sicut ipsa possem
et tristis animi leuare curas!