Απ’ τον καιρό που τσακωνόμασταν για το κομμάτι της τάρτας το καλό, που τα αγγλικά τα άκουγες γλυκά και μέσα στη ντουλάπα μας έβρισκες μια σπηλιά, ζώα, πουλιά που πάραυτα σου τα βάφτιζα για να τα θάψουμε μαζί λίγο μετά, πέρασαν τούρτες, κεράκια, πέρασαν δάση βαριά. Ψηλότερος τώρα εσύ όλα τα φτάνεις, νάρνια, λέω, και κατεβάζεις τα άλμπουμ με τα αληθινά βαφτίσια, λάμπουν ευθύς όλα μας τα βασίλεια κι ας βρίσκει το κεφάλι μας στην πόρτα. Νερό, έπειτα, ζητώ και μου το φέρνεις. Και καφετιέρα μου αγόρασες και μαγειρεύεις κιόλας. Με χωριάτικη πίστη, ακλόνητη, παιδί μου σε καλώ ακόμα κι αφού μπορώ, χορταίνω με τα γεύματα σου όλα.