Σε δύο καθίσματα στριμωγμένη
ονειρευόμουν, νόμιζα, την έξοδο
σχέδια κατάστρωνα και πλέξεις
ώσπου με λέξεις συνεπιβαίνουσα
ως Αριάδνη μου συστήθηκε
κλώθοντας της συζήτησης το μίτο
μέχρι που με νανούρισε ο συρμός
το στόμα μου έχασκε
για ώρα φαίνεται
ομοίως ο γκρεμός
κι απαρεγκλίτως
γείραμε προς το μέρος του
την κούνια έσπρωχνε
ο πανικός
από τη σύγκρουση
ως κι ο Μινώταυρος
δήλωσε αργότερα
πως χάθηκε
απ’ τα μάτια μου
ο λαβύρινθος
κατά τον απεγκλωβισμό
είδαμε τα κομμένα κεφάλια των βοδιών
σαν θεατρίνος πάλι δήλωσε μόνο
ουφ, δεν είμαι εγώ
ενώ οι πιο ψύχραιμοι
μεταξύ τρένων και βουνών
‘ψάχναν το φράχτη
μεταξύ ημών ομοίως
κάποιος συμπλήρωσε
εκείνος, η Αριάδνη κι εγώ
απλώς πήραμε τα πόδια μας
ως τον επόμενο σταθμό
άδειος ήταν κι αποφασίσαμε
πως όλα ήταν όνειρο
σκουπίζοντας τα σάλια μας
κι ανυπερθέτως έμπειροι
σε θέματα χαμού
εκ νέου τραβήξαμε
καθένας προς το μύθο του.
Τα γραπτά σου, ο ΧΡΟΝΟΣ, είναι όλα εκτός από σημαντικά σαν πρόθεση, σάρκινα σαν αποτέλεσμα.
Νάσαι καλά!